Τα κράτη µέλη δεν µπορούν να επιτρέπουν την πρόσβαση στο συµβολαιογραφικό επάγγελµα µόνο στους υπηκόους τους

Ακόµη και αν οι συµβολαιογραφικές δραστηριότητες, όπως προβλέπονται σήµερα στα οικεία κράτη µέλη, επιδιώκουν σκοπούς γενικού συµφέροντος, δεν συνιστούν συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ

Η Επιτροπή άσκησε προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά έξι κρατών µελών (Βέλγιο, Γερµανία, Ελλάδα, Γαλλία, Λουξεµβούργο και Αυστρία), διότι επιτρέπουν την πρόσβαση στο συµβολαιογραφικό επάγγελµα µόνο στους υπηκόους τους, πράγµα που συνιστά, κατά την Επιτροπή, δυσµενή διάκριση λόγω ιθαγένειας απαγορευόµενη από τη Συνθήκη ΕΚ. Η Επιτροπή προσάπτει επίσης στην Πορτογαλία, καθώς και στα προαναφερθέντα κράτη µέλη πλην της Γαλλίας, µη εφαρµογή της οδηγίας για την αναγνώριση των επαγγελµατικών προσόντων 1 στους συµβολαιογράφους.

Το κύριο ζήτηµα που εξετάζεται στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών είναι το αν οι δραστηριότητες που εµπίπτουν στο επάγγελµα του συµβολαιογράφου συνιστούν ή όχι συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ. Συγκεκριµένα, η Συνθήκη αυτή προβλέπει ότι οι δραστηριότητες που συνιστούν, έστω και περιστασιακώς, συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας εξαιρούνται από την εφαρµογή των σχετικών µε την ελευθερία εγκαταστάσεως διατάξεων2. Τα οικεία κράτη µέλη αναγνωρίζουν ότι ο συµβολαιογράφος παρέχει εν γένει τις υπηρεσίες του εντός του εδάφους τους ως ελεύθερος επαγγελµατίας, συγχρόνως όµως υποστηρίζουν ότι πρόκειται για δηµόσιο λειτουργό ο οποίος µετέχει στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας και του οποίου η δραστηριότητα δεν υπόκειται στους κανόνες περί ελευθερίας εγκαταστάσεως.

Με το πρώτο µέρος των σηµερινών αποφάσεών του, το ∆ικαστήριο διευκρινίζει ότι οι προσφυγές της Επιτροπής αφορούν µόνον την προϋπόθεση ιθαγένειας που προβλέπουν οι επίµαχες εθνικές ρυθµίσεις για την πρόσβαση στο συµβολαιογραφικό επάγγελµα και όχι καθαυτή την οργάνωση του συµβολαιογραφικού επαγγέλµατος.

Για να εκτιµήσει αν οι συµβολαιογραφικές δραστηριότητες συνιστούν συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ, το ∆ικαστήριο αναλύει στη συνέχεια τις αρµοδιότητες των συµβολαιογράφων στα οικεία κράτη µέλη, υπενθυµίζοντας ευθύς εξαρχής ότι µόνον οι δραστηριότητες που συνιστούν άµεση και ειδική συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας εκφεύγουν της εφαρµογής της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

Το ∆ικαστήριο επισηµαίνει, συναφώς, ότι κύρια αποστολή του συµβολαιογράφου, ως δηµόσιου λειτουργού, είναι η σύνταξη αυθεντικών πράξεων. Με την παρέµβασή του, ο συµβολαιογράφος επαληθεύει τη συνδροµή όλων των απαιτούµενων για τη σύνταξη της επίµαχης πράξεως νοµίµων προϋποθέσεων, καθώς και την ικανότητα δικαίου των ενδιαφεροµένων και την ικανότητά τους να είναι διάδικοι. Η συµβολαιογραφική πράξη έχει, επιπλέον, ενισχυµένη αποδεικτική αρχή και είναι εκτελεστή.

Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 21ης ∆εκεµβρίου 1988, σχετικά µε ένα γενικό σύστηµα αναγνώρισης των διπλωµάτων τριτοβάθµιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελµατική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε µε την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001 (ΕΕ L 206, σ. 1) και την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 7ης Σεπτεµβρίου 2005, σχετικά µε την αναγνώριση των επαγγελµατικών προσόντων (ΕΕ L 255, σ. 22).

Άρθρο 45 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 51 της ΣΛΕΕ).

Το ∆ικαστήριο τονίζει, ωστόσο, ότι αυθεντικές είναι οι πράξεις ή τα συµβόλαια που έχουν συνοµολογήσει οι δικαιοπρακτούντες ιδία βουλήσει. Συγκεκριµένα, οι ίδιοι οι δικαιοπρακτούντες αποφασίζουν, εντός των ορίων που θέτει ο νόµος, το περιεχόµενο των δικαιωµάτων και των υποχρεώσεών τους και επιλέγουν ελεύθερα τις διατάξεις στις οποίες επιθυµούν να υπαχθούν όταν υποβάλλουν στον συµβολαιογράφο έγγραφο ή συµβόλαιο προς βεβαίωση της αυθεντικότητάς του. Η παρέµβαση του συµβολαιογράφου προϋποθέτει, συνεπώς, προηγούµενη συναίνεση ή εκούσια συµφωνία των δικαιοπρακτούντων. Επιπλέον, ο συµβολαιογράφος δεν µπορεί να µεταβάλει µονοµερώς το συµβόλαιο του οποίου την αυθεντικότητα καλείται να βεβαιώσει, χωρίς να έχει προηγουµένως εξασφαλίσει τη συναίνεση των δικαιοπρακτούντων. Η δραστηριότητα συντάξεως αυθεντικών πράξεων που ανατίθεται στους συµβολαιογράφους δεν περιλαµβάνει συνεπώς, αυτή καθαυτή, άµεση και ειδική συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας. Το ότι ορισµένες δικαιοπραξίες απαιτούν οπωσδήποτε, επί ποινή ακυρότητας, τη σύνταξη αυθεντικής πράξεως δεν αναιρεί το συµπέρασµα αυτό, καθόσον είναι σύνηθες φαινόµενο το κύρος διαφόρων πράξεων να υπόκειται σε απαιτήσεις ως προς τον τύπο ή ακόµη σε υποχρεωτικές διαδικασίες αναγνωρίσεως του κύρους πράξεως.

Οµοίως, το γεγονός ότι η δραστηριότητα των συµβολαιογράφων επιδιώκει σκοπό δηµοσίου συµφέροντος που συνίσταται στην εξασφάλιση της νοµιµότητας και της ασφάλειας δικαίου στις µεταξύ ιδιωτών δικαιοπραξίες, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά άµεση και ειδική συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας. Πράγµατι, οι ασκούµενες στο πλαίσιο διαφόρων νοµικώς κατοχυρωµένων επαγγελµάτων δραστηριότητες συνεπάγονται συχνά, στην εκάστοτε εθνική έννοµη τάξη, υποχρέωση των προσώπων που τις ασκούν να επιδιώκουν τέτοιο σκοπό, χωρίς ωστόσο οι δραστηριότητες αυτές να εµπίπτουν στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας.

Όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των συµβολαιογραφικών πράξεων, το ∆ικαστήριο διαπιστώνει ότι η ισχύς αυτή απορρέει από το σχετικό µε τις αποδείξεις ρυθµιστικό πλαίσιο των κρατών µελών και, συνεπώς, δεν έχει καµία άµεση επίπτωση στον χαρακτηρισµό της συµβολαιογραφικής δραστηριότητας που περιλαµβάνει τη σύνταξη των εν λόγω πράξεων. Όσον αφορά την εκτελεστότητα των συµβολαιογραφικών πράξεων, το ∆ικαστήριο τονίζει ότι αυτή στηρίζεται στη βούληση των δικαιοπρακτούντων ενώπιον του συµβολαιογράφου να συνάψουν την εν λόγω πράξη και να της εξασφαλίσουν εκτελεστότητα, αφού εξακριβωθεί από τον συµβολαιογράφο ο σύννοµος χαρακτήρας της.

Πέραν της δραστηριότητας συντάξεως αυθεντικών πράξεων, το ∆ικαστήριο εξετάζει τις λοιπές δραστηριότητες που ασκεί ο συµβολαιογράφος στα διάφορά κράτη µέλη –όπως π.χ. τη συµµετοχή του στην αναγκαστική εκτέλεση ή την παρέµβασή του στα κληρονοµικού δικαίου ζητήµατα– και κρίνει, οµοίως, ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν συνιστούν άσκηση δηµόσιας εξουσίας. Πράγµατι, οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στην πλειονότητά τους υπό την εποπτεία δικαστή ή σύµφωνα µε τη βούληση των πελατών.

Ακολούθως, το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι, εντός των ορίων της κατά τόπον αρµοδιότητάς τους, οι συµβολαιογράφοι ασκούν το επάγγελµά τους υπό όρους ανταγωνισµού, χαρακτηριστικό που δεν προσιδιάζει στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας. Οµοίως, είναι άµεσα και προσωπικά υπεύθυνοι, έναντι των πελατών τους, για ζηµίες που απορρέουν από κάθε είδους πταίσµα κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, αντιθέτως από τις δηµόσιες αρχές των οποίων η ευθύνη από πταίσµα βαρύνει το κράτος.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το ∆ικαστήριο κρίνει ότι οι συµβολαιογραφικές δραστηριότητες, όπως προβλέπονται σήµερα στα οικεία κράτη µέλη, δεν συνιστούν συµµετοχή στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45 της Συνθήκης ΕΚ. Συνεπώς, η προϋπόθεση ιθαγένειας που προβλέπει η νοµοθεσία των κρατών αυτών για την πρόσβαση στο συµβολαιογραφικό επάγγελµα συνιστά δυσµενή διάκριση λόγω ιθαγένειας απαγορευόµενη από το άρθρο 43 ΕΚ.

Τέλος, µε το δεύτερο µέρος των αποφάσεών του, το ∆ικαστήριο διαπιστώνει ότι, λαµβανοµένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της νοµοθετικής διαδικασίας στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηµιουργήθηκε µια κατάσταση αβεβαιότητας ως προς το αν υφίστατο αρκούντως σαφής υποχρέωση 3 των κρατών µελών να µεταφέρουν την οδηγία 2005/36 στην εσωτερική έννοµη τάξη όσον αφορά το συµβολαιογραφικό επάγγελµα. Για τον λόγο αυτό, το ∆ικαστήριο απορρίπτει την αιτίαση µε την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι τα κράτη µέλη παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία.

ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών µελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο ∆ικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτηµα σχετικό µε την ερµηνεία του δικαίου της Ένωσης ή µε το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το ∆ικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεµεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαµβάνοντας υπόψη την απόφαση του ∆ικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσµεύει, οµοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόµοιο ζήτηµα.

Ανεπίσηµο έγγραφο προοριζόµενο για τα µέσα µαζικής ενηµερώσεως, το οποίο δεν δεσµεύει το ∆ικαστήριο.

Το πλήρες κείµενο των αποφάσεων (C-47/08 , C-50/08 , C-51/08 , C-53/08 ,C-54/08 ,C-61/08 και C-52/08 )είναι διαθέσιµο στην ιστοσελίδα CURIA από την ηµεροµηνία δηµοσιεύσεως

Επικοινωνία: Estella Cigna-Αγγελίδη (+352) 4303 2582

Στιγµιότυπα από τη δηµοσίευση της αποφάσεως διατίθενται από το " Europe by Satellite ” ((+32) 2 2964106

Κατά το πέρας της προθεσµίας την οποία η Επιτροπή έταξε στα οικεία κράτη µέλη µε την αιτιολογηµένη γνώµη που τους απηύθυνε καλώντας τα να συµµορφωθούν µε την οδηγία.