Είναι πλέον πασίδηλο: Οι δανειστές μέσω της «τρόικας» απαιτούν, πιέζουν και επιθυμούν να επιβάλλουν ταπεινωτικά τη βούλησή τους, καταργώντας τον εθνικό νομοθέτη. Οι παρεμβάσεις τους, μάλιστα, δείχνουν να μην έχουν κανένα όριο. Στην προσπάθειά τους να επιφέρουν τις - κατ’ αυτούς και μόνο - απαραίτητες «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες θα ενισχύσουν δήθεν την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη, καταλήγουν να απαιτούν και να επιτάσσουν – υπό τη θέση εκβιαστικών διλημμάτων αναφορικά με τη μη εκταμίευση των επόμενων δόσεων – την επιβολή ρυθμίσεων καθόλα ασύμβατων με τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος και εν γένει του δικαιικού μας συστήματος.
Πληροφορούμαστε, με ιδιαίτερη θλίψη, οργή και έκδηλη αγανάκτηση πως παράγοντες εξωθεσμικοί, στερούμενοι δημοκρατικής νομιμοποίησης, υπαγορεύουν - κατά τρόπο ανερυθρίαστο και δίχως προσχήματα - στην Ελληνική Κυβέρνηση νομοθετικές μεταβολές μέσω των οποίων επιδιώκεται η ολοκληρωτική μεταρρύθμιση διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων και η ουσιαστική κατάργηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, επιδιώκεται να: α) καταργηθεί η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου στην κατάρτιση σχεδίων εγγράφων ενώπιον συμβολαιογράφων για μια σειρά νομικών μεταβιβάσεων, β) επιτραπεί στους συμβολαιογράφους η διενέργεια ερευνών τίτλων ιδιοκτησίας, γ) επιτραπεί σε μη δικηγόρους η αδειοδότησή τους ως διαμεσολαβητών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και δ) να μεταρρυθμιστούν το καθεστώς διορισμού και επαναδιορισμού δικηγόρων, κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα (εντελώς ενδεικτικά παραπέμπουμε στις διατάξεις του Ομοσπονδιακού Κώδικα Δικηγόρων της Γερμανίας και, πιο συγκεκριμένα, σε αυτές του άρθρου 7 παρ. 5 και 6, οι οποίες καθιερώνουν συγκεκριμένα κωλύματα). Παράλληλα, η - κατά τρόπο στρεβλό και πλήρως ασύμβατο με τα δεδομένα της αγοράς - επιδίωξη «απελευθέρωσης» δήθεν των δικηγορικών αμοιβών, προς όφελος των λίγων και ισχυρών κρατικοδίαιτων συμφερόντων, επιβάλλεται να αποκρουστεί ως κατεξοχήν ασύμβατη με τη φύση της δικηγορίας ως δημόσιου λειτουργήματος, η οποία καταστρατηγείται από διατάξεις με την προαναφερθείσα στόχευση. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε για ποιο λόγο η χώρα μας - με αφορμή και πρόσχημα τις ταμειακές της δυσχέρειες - και το νομικό μας σύστημα γενικότερα μετατρέπονται σε πειραματόζωα, επί των οποίων αυτόκλητοι «σωτήρες» εξαντλούν τις εμπνεύσεις και την «ευρηματικότητά» τους, συνεπικουρούμενοι από εκφραστές ντόπιων και ξένων συμφερόντων, αγνοώντας τα ισχύοντα επί των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών.
Καλούμε τους Έλληνες Βουλευτές, το αρμόδιο Υπουργείο - το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως φυσικό μας σύμμαχο στην κοινή προσπάθεια για αναμόρφωση της Δικαιοσύνης και κατοχύρωση των θεσμών, αλλά και κάθε πολιτειακό παράγοντα να αντιταχθούν με τον πλέον έντονο και θεσμικά προβλεπόμενο τρόπο στην καταρράκωση κάθε έννοιας εθνικής αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας. Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες λειτουργίες δεν εκχωρούνται και δεν τίθενται υπό καμία διαπραγμάτευση. Η προσπάθεια επιβολής πρωτοφανών για τα ευρωπαϊκά νομικά δεδομένα ρυθμίσεων, οι οποίες καταλήγουν να απαξιώνουν το θεσμό της Δικαιοσύνης και να εμπορευματοποιούν πλήρως τη λειτουργία του, ευνοώντας τη ικανοποίηση οικονομικών συμφερόντων πολυεθνικών εταιρειών και λοιπών ισχυρών παραγόντων, θα βρει αντιμέτωπο σύσσωμο το δικηγορικό και νομικό κόσμο της χώρας, πολλώ δε μάλλον το μέσο πολίτη, ο οποίος έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με αλλεπάλληλα μέτρα έξωθεν επιβαλλόμενα, που όχι μόνο δεν του προσφέρουν το παραμικρό αλλά του καταργούν κεκτημένα ετών.
Οι παρούσες περιστάσεις είναι όχι μόνο εθνικά κρίσιμες, αλλά και ιστορικά σημαντικές. Δεν διακυβεύεται απλώς και μόνο - όπως επιχειρούν να μας πείσουν - η οικονομική επιβίωση της χώρας αλλά η ίδια της η υπόσταση, η αξιοπρέπεια και η ανεξαρτησία, οι οποίες συνθλίβονται κάτω από μία νέα μορφή κατοχής, αυτή του χρήματος. Ιστορικό καθήκον και εθνικό μας χρέος είναι να αντιταχθούμε (έκαστος υπό την ιδιότητά του, το δε δικηγορικό σώμα υπό το θεσμικό του ρόλο) στην κατάλυση της συνταγματικής τάξης και στην επιβολή επί του δημοκρατικού μας οικοδομήματος «επικυρίαρχων» - εξουσιαστικής νοοτροπίας. Η Δικαιοσύνη δεν είναι εμπόρευμα. Η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία δεν χειραγωγούνται, δεν εκχωρούνται, δεν ενεργούν καθ’ υπαγόρευση, δεν εκβιάζονται. Ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στον καθένα, ο οποίος επιχειρεί να τις υποκαταστήσει.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ