Η τελευταία πτώχευση της χώρας η οποία διαρκεί ήδη μία δεκαετία σάρωσε πλήρως την οικονομία και την κοινωνία. Οι θεσμοί πληρώνουν και αυτοί το τίμημά τους και είναι βαρύ. Η δικαιοσύνη πλήττεται από κυβερνητικές αποφάσεις οι οποίες μέσα στη λαίλαπα της κατάρρευσης λαμβάνονται «ελαφρά τη καρδία» με διακηρυσσόμενο στόχο «την επιτάχυνση απονομής της». Στόχος τους όμως δεν είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών. Οι πρόχειρες και χωρίς μελέτη επεμβάσεις αυτές είναι δεσμά για τον πολίτη του οποίου περιορίζουν ή εξαφανίζουν τη δικαστική προστασία που οφείλει να του παρέχει το κράτος δικαίου. Του αφαιρούν δικαιώματα τα οποία έχουν προ πολλού αναγνωρισθεί από συνταγματικούς κανόνες, από τις διεθνείς συμβάσεις, από διεθνείς οργανισμούς και την Ε.Ε και τον περιθωριοποιούν.
Θα αρκεστώ να αναφέρω τέσσερις περιπτώσεις «επιτάχυνσης» που επιχειρήθηκε δια της οπισθοδρόμησης του κράτους δικαίου.
1) Με τον ν. 3994/2011 καθιερώθηκε για πρώτη φορά –νέος θεσμός- η εκδίκαση εφέσεων από μονομελή! δευτεροβάθμια δικαστήρια. Μέχρι τότε τα δευτεροβάθμια δικαστήρια ήταν ανέκαθεν πολυμελή. Και αυτό ήταν εύλογο και απόλυτα δικαιολογημένο διότι ίσχυε και προφανώς εξακολουθεί να ισχύει η βασική αρχή: Η δίκη σε δεύτερο βαθμό απαιτεί περισσότερα εχέγγυα ορθής και αμερόληπτης κρίσης την οποία διασφαλίζουν τα πολυμελή δικαστήρια. Όμως αυτήν την εξασφαλιστική για την ασφάλεια του δικαίου και την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών δικλείδα, τα πολυμελή δηλαδή δικαστήρια εφέσεων, η ελληνική πολιτεία άκριτα τα παραπέταξε στο όνομα κάποιας δήθεν επιτάχυνσης και τα αντικατάστησε με μονομελή.
Αποτέλεσμα: Έλλειμμα σοβαρό στην εξασφάλιση συνθηκών ορθής κρίσης στον δεύτερο βαθμό. Πληττόμενοι φυσικά οι διάδικοι – πολίτες και η δικαιοσύνη.
2) Το έτος 2012 η τότε κυβέρνηση με το άρθρ. 28 ν. 4055/2012 τροποποίησε το άρθρο 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) το οποίο μέχρι τότε επέβαλε στον εισαγγελέα πλημ/κών σε περίπτωση απόρριψης έγκλησης να κοινοποιεί την απορριπτική του διάταξη στον εγκαλούντα ώστε με αφετηρία την κοινοποίηση να τρέξει η 15νθήμερη προθεσμία προσφυγής στον εισαγγελέα εφετών. Με τη νέα μορφή που έλαβε το 2012 η διάταξη, ο εισαγγελέας πρωτοδικών δεν υποχρεούται πλέον να την κοινοποιεί στον εγκαλούντα. (επιτάχυνση;;) Πρόκειται για την μ ο ν α δ ι κ ή π ε ρ ί π τ ω σ η στην ελληνική δημόσια διοίκηση όπου μία δημόσια αρχή – αποδέκτης μίας Αιτήσεως του πολίτη (της πλέον σημαντικής και μάλιστα πληρωμένης και με παράβολο)- απαλλάσσεται της υποχρέωσης απάντησης! Είναι εντελώς αδιάφορο για την πολιτεία ότι πρόκειται για αίτηση του πολίτη που αφορά επέμβασή της για προστασία της προσωπικότητας, της περιουσίας, της ελευθερίας, της τιμής και άλλων άκρως σημαντικών αγαθών του. Απάντηση πλέον ο πολίτης-θύμα, δεν παίρνει από τον εισαγγελέα όταν απορρίπτει το αίτημά του για έλεγχο και τιμώρηση του θύτη. Θα μπορούσε αυτή η ρύθμιση να μη είχε επαχθείς συνέπειες αν παράλληλα είχε θεσμοθετήσει η πολιτεία υποχρέωση του εισαγγελέα είτε λχ να αποφανθεί επί της έγκλησης σε ορισμένο χρονικό διάστημα λ.χ. από την 100ή έως την 110η ημέρα από την υποβολή της ώστε ο εγκαλέσας να γνωρίζει πότε θα αναζητήσει πληροφορίες για την τύχη της εγκλήσεώς του είτε να υποχρεώνει τον εγκαλούντα να αναγράφει το email το δικό του ή άλλου πληρεξουσίου του στην έγκληση στο οποίο η γραμματεία της εισαγγελίας θα υποχρεώνεται να απαντά-ενημερώνει τον εγκαλούντα σε περίπτωση απόρριψης, είτε ….
Ο νόμος αδιαφορεί πλήρως για τον πολίτη θύμα της παράνομης πράξης. Ετσι η πολιτεία από το 2012 και ύστερα, αφού καταθέσει την έγκλησή του τον στέλνει για αόριστο χρόνο στο μέλλον είτε να πηγαινοέρχεται καθημερινά στην εισαγγελία και να ρωτά είτε να κατασκηνώσει στο διάδρομο των εισαγγελικών γραφείων αν θέλει να πληροφορηθεί έγκαιρα την έκδοση ενδεχόμενης απορριπτικής διάταξης ώστε εντός τριμήνου να ασκήσει Προσφυγή. Διαφορετικά, πέταξε το πουλάκι.
Αρα η πολιτεία με την νομοθετική της παρέμβαση στο άρθρο 47 ΚΠΔ, στέρησε την οφειλόμενη δικαστική προστασία προς τους πολίτες με μόνη ορατή συνέπεια ότι επέφερε μείωση της δουλειάς στις εισαγγελίες. Είναι φανερό εδώ ότι η πολιτεία περιφρονεί ωμά τους εγκαλούντες διότι δεν τους επιτρέπει να λάβουν έγκαιρη γνώση της τύχης της εγκλήσεώς τους και φαλκιδεύει το δικαίωμά τους προσφυγής στον ανώτερο εισαγγελέα.
3) Ανά διαστήματα η πολιτεία επειδή υπαίτια αδυνατεί να διαχειριστεί τις συντεταγμένες υποχρεώσεις της προς τους πολίτες παραιτείται του δικαιώματος – υποχρέωσής της να παρέχει έννομη προστασία. Γιαυτό συχνά νομοθετεί άρση του αξιοποίνου ευρέων κατηγοριών παρανόμων πράξεων για τις οποίες έχουν υποβληθεί εγκλήσεις από τους παθόντες αλλά δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί τελεσίδικα οι πράξεις στα ακροατήρια με αποτέλεσμα οι δικογραφίες να καταλήγουν στο αρχείο. ( λ.χ. τελευταίος ο ν. 4411/2016, αρθρ. 8)
Οι συνέπειες της αντικανονικότητας αυτής είναι ότι αδικεί μία μεγάλη μάζα νομιμόφρονων πολιτών ευνοώντας αθέμιτα αντίστοιχη μάζα παρανομούντων καθώς:
- Οι παθόντες δεν δικαιώνονται ηθικά.
- Οι δράστες πανηγυρίζουν.
- Οι παθόντες βγαίνουν τρείς φορές χαμένοι.
Πρώτη όταν καταπατήθηκε το δικαίωμά τους από το δράστη.
Δεύτερη όταν η πολιτεία εξαπατά τον πολίτη-θύμα. Με την απειλή ποινής σε βάρος των θυμάτων σε περίπτωση αυτοδικίας το κράτος διεκδικεί την αποκλειστικότητα στον έλεγχο και κολασμό της παρανομίας. Και αντί να πράξει το καθήκον του αυτό, βάζει τον φάκελο στο αρχείο!
Τρίτη φορά όταν η πολιτεία δεν επιστρέφει στους εγκαλούντες τουλάχιστον το παράβολο της έγκλησή τους και τα λοιπά έξοδα στα οποία αποδεδειγμένα υποβλήθηκαν. Να αναφέρω και το επιπλέον; Φαντάζει αλλόκοτο στις μέρες μας, και όμως, μία ευνομούμενη πολιτεία θα έπρεπε οπωσδήποτε εκουσίως και αποζημίωση να πληρώσει στους παθόντες εγκαλέσαντες για την αδυναμία της να ανταποκριθεί στην νόμιμη υποχρέωσή της ελέγχου και κολασμού των παρανόμων πράξεων των οποίων υπήρξαν θύματα. - Οι παθόντες όπως και οι δράστες διδάσκονται ότι η αυτοδικία είναι η καλύτερη λύση για το μέλλον, μόνο η ζεστή εκδίκηση έχει νόημα και πιάνει τόπο. Και πράττουν αναλόγως.
4) Η τακτική διαδικασία στα πρωτόδικα πολιτικά πρωτόδικα δικαστήρια, Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία στα οποία δικάζονται περιουσιακού χαρακτήρα ιδιωτικές διαφορές, με τον ν 4335/2015 και με τη δικαιολογία της επιτάχυνσης εξαφάνισε το ακροατήριο, εξαφάνισε τους δικηγόρους, εξαφάνισε τον δικαστή, εξαφάνισε και τους μάρτυρες. Η πολιτεία έκρινε ότι η προφορική διαδικασία του ακροατηρίου, ουσιαστικά η εμμάρτυρη απόδειξη η οποία είναι και η σημαντικότερη κατηγορίας απόδειξης, είναι η αιτία του κακού. Γιαυτό και την κατάργησε. Μαζί κατάργησε και τους δικηγόρους (είναι γνωστό τοις πάσι ότι το ακροατήριο καταξιώνει τον δικηγόρο) και εισήγαγε ένα νέο σύστημα παγκόσμιας πρωτοτυπίας. Τη συνεδρίαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την υποβίβασαν σε εικονική υπόθεση. Μία φενάκη. Δημόσια δίκη δεν γίνεται πλέον. Τώρα ο δικαστής αρκείται σε ένα φάκελο που περιέχει μαρτυρικές καταθέσεις «κονσέρβα». Τις ένορκες βεβαιώσεις. Δύο μάρτυρες του ενάγοντα σ΄ αυτές βεβαιώνουν το Α γεγονός και ταυτόχρονα δύο άλλοι του εναγόμενου βεβαιώνουν το άκρως αντίθετο, το -Α. Οι δικηγόροι υποβιβάστηκαν σε γραφειοκράτες του παρασκηνίου. Ο δικαστής (ο οποίος και αυτός εξαφανίστηκε από το προσκήνιο με συνέπειες αρνητικές στην απόκτηση εμπειρίας διαχείρισης της έδρας) δεν έχει κανένα εφόδιο για να εκφέρει πειστικά την κρίση του. Θα αναρωτιέται όταν διαβάζει τις εντελώς αντιθέτου περιεχομένου ένορκες βεβαιώσεις. Πού είναι η αλήθεια; Ποίοι μάρτυρες άραγε καταθέτουν αναλήθειες; Ο δικαστής χωρίς το ακροατήριο δεν έχει στο νου του την εικόνα του μάρτυρα, τη μορφή του, την προσωπικότητά του, την πειστικότητα του εκφερόμενου λόγου του, την γλώσσα του σώματός του, την εν γένει παρουσία του. Όλα αυτά αποτελούν κριτήρια της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Ο μάρτυρας δεν έχει υποβληθεί ενώπιόν του στη δοκιμασία των ερωτήσεων – διευκρινήσεων και στον έλεγχο της αλήθειας της μαρτυρίας του (δικαστική ψυχολογία;). Ούτε τους διαδίκους έχει αντικρύσει ούτε τους έχει ακούσει, κάτι που συχνά κάνει ο δικαστής όταν είναι παρόντες στο ακροατήριο. Κατάληξη αναπόφευκτη. Απόφαση χωρίς τα επιβαλλόμενα εχέγγυα ορθής δικανικής κρίσης. Αρα, χειρότερη δικαιοσύνη. Η κρατική αυτή λειτουργία τελικά υποβαθμίστηκε σε βάρος των πολιτών. Πίσω από αυτό το (ανεκτό;) κόστος η ψευδεπίγραφη δικαιολόγηση: Επιτάχυνση της δίκης!
Αντ΄ αυτού του κακού μέτρου η επιτάχυνση μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα προς την πλευρά του δικαστή ο οποίος έχει και το κύριο βάρος στην εξέλιξη της προφορικής διαδικασίας την οποία διευθύνει. Ποία είναι αυτά;
- Αυστηρή τήρηση της μίας (η και καμίας) αναβολής με απειλή πειθαρχικού ελέγχου.
- Δικαστής με προσωπικότητα, με γνώση και πειθώ που έχει μελετήσει την υπόθεση, έχει ξεκαθαρίσει τα αμφισβητούμενα σημεία, σ΄ αυτά και μόνον επικεντρώνει την απόδειξη και μόνο σ΄ αυτά επιτρέπει την συζήτηση στο ακροατήριο. Αυτός ο δικαστής κερδίζει την εμπιστοσύνη των παραγόντων της δίκης, σίγουρα κάνει καλά τη δουλειά του και εκδίδει απόφαση με πληρότητα.
Αντί να αναζητηθεί μέθοδος βελτίωσης του δικαστικού έργου ώστε να καταστεί ο δικαστής ικανότερος να διαχειριστεί την έδρα, η πολιτεία κατάργησε την έδρα!!
Είναι άξιο απορίας πως διασώθηκε η προφορική διαδικασία του ακροατηρίου στις ειδικές διαδικασίες. Μήπως έρχεται και αυτών η σειρά να εξατμιστούν στο βωμό της επιτάχυνσης;
Κλείνω εδώ.
Ανησυχώ γιατί αντί για επέκταση και θωράκιση των αρχών της ευνομούμενης πολιτείας διακρίνω διαρκή και διαχρονική σοβαρή υποχώρηση και υποβάθμιση.
Ποιότητα και ουσία στη δικαιοσύνη υποχωρούν. Αυτή η άκρως αρνητική κατάσταση έχει σημαντική επίπτωση στην ποιότητα και την αλήθεια της δημοκρατίας.
Κέρκυρα 24/5/2019
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΑΪΤΑΣ
Δικηγόρος Κέρκυρας