Λίγα λόγια για την με αριθμό 299/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κερκύρας (Τακτική Διαδικασία – Κτηματολογικός Δικαστής)
Με την με αριθμό 299/2024 (Τακτική διαδικασία – Μονομελές Πρωτοδικείο – Κτηματολογικός Δικαστής) ο Αναπληρωτής Κτηματολογικός Δικαστής αντιμετώπισε και διέλαβε ουσιαστική κρίση για δύο πολύ σημαντικά θέματα τα οποία ταλανίζουν την κτηματολογική δίκη επιβαρύνοντας διαδίκους και δικηγόρους.
Το Πρωτοδικείο Κέρκυρας, πολίτες και δικηγόροι, αντιμετωπίζουμε ήδη από την περαίωση των πρώτων εγγραφών κατά το ήδη μακρινό 2007 και μέχρι και σήμερα πληθώρα ζητημάτων τα οποία χρήζουν δικαστικής επίλυσης και κατά το πλείστον αφορούν σε πλημμέλειες της διαδικασίας της κτηματογράφησης. Η κτηματολογική δίκη επιπρόσθετα επιβαρύνθηκε με τις ιδιαιτερότητες της Κέρκυρας (συστάσεις οριζοντίου ιδιοκτησίας κατά τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα), των οικονομικών πτυχών της εποχής οι οποίες επιβάρυναν οικονομικά τον διάδικο (το ανακριβώς καταχωρηθέν ακίνητο συνήθως εντοπίζεται σε πολλαπλά ΚΑΕΚ με πολλούς συνιδιοκτήτες και ακόμη περισσότερους δικαιούχους εμπράγματων ασφαλειών – Τράπεζες) και βέβαια την εμμονή του Ελληνικού Δημοσίου να διεκδικεί χωρίς περί αυτού δικαίωμα την περιουσία των πολιτών η οποία καταχωρίστηκε ατυχώς υπό την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη».
Σημειώνουμε ότι η παραπάνω θέση του Δημοσίου, δηλαδή η αδιάκριτη παράστασή του ως εναγομένου αντιδικούντος σε κάθε αγωγή η οποία κατά νόμω ενάγει το Δημόσιο ως εκπρόσωπο του «άγνωστου ιδιοκτήτη» και η μετέπειτα προσβολή με έφεση των αποφάσεων που αναγνωρίζουν το δικαίωμα του πολίτη, αδιακρίτως του πράγματι (και καλώς γνωστού σε αυτό ) υπάρχοντος ιδιοκτησιακού του δικαιώματος δεν συνιστά παρά μία περαιτέρω άστοχη επιλογή της Διοίκησης η οποία επιτείνει την ανασφάλεια στις σχέσεις κράτους – πολίτη και μάλιστα στο θέμα της συνταγματικά κατοχυρωμένης και πολλαπλώς δημοσιονομικά επιβαρυμένης ατομικής ιδιοκτησίας.
Τελευταίως, περαιτέρω επιβάρυνση αντί για διευκόλυνση και επιτάχυνση έχει εισφέρει και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, ο οποίος, από την μέχρι τώρα πορεία στο Πρωτοδικείο μας μάλλον ως περιττά κοστοβόρος και αναποτελεσματικός εμφανίζεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων στις οποίες εκ του νόμου τυγχάνει αναγκαστικός.
Η 299/2004 ιδιαιτέρως μας αφορά για δύο σημαντικά ζητήματα.
Πρώτον, καθώς λαμβάνει ξεκάθαρη θέση για την υποχρέωση της προσφυγής στην διαμεσολάβηση στην κτηματολογική δίκη. Ειδικότερα σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις της απόφασης, όπως αυτό παρατίθεται αυτοτελώς κατωτέρω, ο δικαστής, χρησιμοποιώντας το ερμηνευτικό εργαλείο του σκοπού του κανόνα δικαίου προκρίνει την απαλλαγή από την ΥΑΣ στις κτηματολογικές διαφορές όταν συνεναγόμενο τυγχάνει το Ελληνικό Δημόσιο : «Ειδικότερα, στις υποθέσεις του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης η υποχρέωσης του ενάγοντος πριν από τη συζήτηση της αγωγής να καλέσει, με την αγωγή ή με ιδιαίτερο δικόγραφο, όλους τους εναγομένους σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣ) ενώπιον κτηματολογικού διαμεσολαβητή που επιλέγεται από ειδικό μητρώο, το οποίο καταρτίζεται και τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του άρθρου 10 του ν. 4640/2019. Όταν εναγόμενο τυγχάνει το Ελληνικό Δημόσιο, το τελευταίο εξαιρείται από την ως άνω ΥΑΣ του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 (βλ. αρθ. 6 παρ. 2 δ τελευταίο εδάφιο του ν. 2664/1998 περί αναλογικής εφαρμογής της παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 του ν. 4640/2019). Ζήτημα όμως γεννάται όταν συνεναγόμενοι με το Ελληνικό Δημόσιο τυγχάνουν και φυσικά πρόσωπα μεταξύ των οποίων υφίσταται απλή ομοδικία, και τα οποία δεν εξαιρούνται από την ως άνω ΥΑΣ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο θεσμός της διαμεσολάβησης έχει προωθηθεί από τον νομοθέτη ως εναλλακτική μέθοδος επίλυσης διαφορών και προς αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, στην ως άνω περίπτωση δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη με την απαίτηση της ΥΑΣ ως προς τα φυσικά πρόσωπα και μόνο, αφού ακόμα και αν ευοδωνόταν αυτή, ο ενάγων θα έπρεπε ούτως ή άλλως να προσφύγει στα Δικαστήρια ως προς το Ελληνικό Δημόσιο. Συνακόλουθα κατά την άποψη που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο ως ορθότερη, θα πρέπει ο ενάγων να απαλλάσσεται από την ως άνω υποχρέωσης περί ΥΑΣ και ως προς τα φυσικά πρόσωπα, όταν συνεναγόμενό τους τυγχάνει το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω σε αυτήν την περίπτωση ο ενάγων θα πρέπει να απαλλάσσεται και από την υποχρέωση προσκόμισης του εγγράφου περί έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβησης κατά το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, δεδομένου ότι όταν σε υπόθεση όπου υφίσταται ΥΑΣ, τελικά απαλλάσσεται από αυτήν, η οποία ΥΑΣ αποτελεί το μείζον ζητούμενο στα πλαίσια του νόμου περί διαμεσολάβησης, η τήρηση της διαδικασίας ενημέρωσης του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, η οποία αποτελεί το έλασσον, καθίσταται άνευ αντικειμένου…».
Και δεύτερον, η σχολιαζόμενη απόφαση απορρίπτει την -επαναλαμβανόμενη γενικώς και αορίστως – ένσταση ιδίας κυριότητας του Δημοσίου στις κτηματολογικές δίκες πλήττοντας την αοριστία της προβολής της και οριοθετώντας με ακρίβεια το βάρος της απόδειξης : «Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με τις έγγραφες προτάσεις του, αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω, προς απόκρουσή της, ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του με πρωτότυπο τρόπο, ως αδέσποτο και ανεξουσίαστο κατά τον χρόνο της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνιστά ένσταση ίδιας κυριότητας, τυγχάνει όμως απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθότι το πρώτο εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού των νομικών διατάξεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό (ΜΠρΒόλου 313/2009, Αρμ 2009 513). Συγκεκριμένα δεν εξειδικεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τη βάση αυτή, δηλαδή με ποιον ακριβώς τρόπο το επίδικο κατέστη αδέσποτο, και μάλιστα απλά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι χώρησε εγκατάλειψη της νομής, χωρίς να γίνεται η επιπρόσθετη επίκληση, όπως θα έπρεπε, ότι η εγκατάλειψη αυτή έγινε με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα της κυριότητας, ούτε προσδιορίζεται ποιο πρόσωπο παραιτήθηκε από την κυριότητα, ενώ ουδόλως γίνεται σαφής επίκληση τέτοιων περιστατικών που θα επέτρεπαν την κρίση ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόζεται η ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 972 ΑΚ περί αδεσπότων ή έστω η ειδική διάταξη περί κτήσης κυριότητας επί εγκαταλελειμμένων ακινήτων κατά το άρθρο 34 του Α.Ν. 1539/1938 (ΜΠρΛαμ 24/2021 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω παραπομπές).». ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
Τατιάνα Ι. Ζερβοπούλου
Δικηγόρος Κέρκυρας